ψαλμωδικός

ψαλμωδικός
-ή, -ό, Ν [ψαλμωδός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαλμωδία.
επίρρ...
ψαλμωδικώς / ψαλμωδικῶς, ΝΜ, και ψαλμωδικά Ν
κατά τον τρόπο ψαλμωδίας, με ψαλμωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψαλμωδικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαλμωδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ՍԱՂՄՈՍԱՆՈՒԱԳ — (ի, աց.) NBH 2 0690 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 14c ա.գ. ψαλτῳδός, ψαλμῳδός psalmorum cantor. Որ նուագէ զսաղմոս. սաղմոսերգու, եւ հարկանօղ զսաղմոսարան հանդերձ երգով. եբր. միզրէր. տես ՟Ա. Մնաց. ՟Զ. 33: ՟Թ. 33:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”